υγρόληκτος

υγρόληκτος
και υγρόληχτος, -η, -ο, Ν
γραμμ. (για λέξη) αυτός που το θέμα του έχει χαρακτήρα υγρό σύμφωνο, λ ή ρ, όπως λ.χ. τα ρήματα οφείλ-ω, διαφθείρ-ω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + -ληκτος (< λήγω), πρβλ. συμφωνό-ληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Ι. Μαυροφρύδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υγρόληκτος — η, ο που λήγει σε υγρό σύμφωνο (λ, ρ), που το θέμα του έχει χαρακτήρα υγρό σύμφωνο: Το ρήμα οφείλω είναι υγρόληκτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”